τεινοδοκίδας

τεινοδοκίδας
ὁ, Μ
(για τον θεό) αυτός που εκτείνει τα μετέωρα που ονομάζονται δοκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείνω + δοκίς, -ίδος «είδος μετεώρου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”